- παλαιοηώκαινος
- -η, -οβλ. παλαιόκαινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιόκαινος — Υποπερίοδος του παλαιογενούς συστήματος. Διαιρείται σε κατώτερη και ανώτερη βαθμίδα. Η ονομασία προτάθηκε από τον Γερμανό παλαιοβοτανολόγο Π. Σέχιμπερ (Sehimper) το 1874. * * * και παλαιοηώκαινος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά … Dictionary of Greek